Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαγαρός, επίθ.
-
- Αδύνατος, ισχνός:
- αυτός ο λαγαρός ο 'τσαλοπερπατάρης (Προδρ. IV 551 χφ V κριτ. υπ).
[αρχ. επίθ. λαγαρός. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]
- Αδύνατος, ισχνός: