Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: λέων
1 item total
λέων ο· λέοντας· λεόντας· λίοντας· λιόντας· πληθ. λεοντάδες.
  • Λιοντάρι:
    • ο βασιλεύς λέων (Διήγ. παιδ. 78· Διγ. Esc. 1123), (Ερωτόκρ. Γ́ 302).
  • Οι τ. λέοντας και λιόντας ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 79), (Μαχ. 60212).

[αρχ. ουσ. λέων. Ο τ. λιόντας και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. λέοντας και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go