Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λέσι το· πληθ. λέση.
-
- Πτώμα ζώου, ψοφίμι:
- έπεσαν σαν όρνεα στα λέση (Διγ. Α 2683).
[<τουρκ. leş. Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]
- Πτώμα ζώου, ψοφίμι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<τουρκ. leş. Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |