Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέσι
1 εγγραφή
λέσι το· πληθ. λέση.
  • Πτώμα ζώου, ψοφίμι:
    • έπεσαν σαν όρνεα στα λέση (Διγ. Α 2683).

[<τουρκ. leş. Η λ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες