Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάσπη η.
-
- 1)
- α) Λάσπη, βούρκος· πηλός:
- πού είναι λάσπη και νερά γεφύρια να στήσεις (Ιστ. Βλαχ. 2236)·
- ο πηλουργός … από την αυτήν λάσπην να κάμει … αγγείον … (Χριστ. διδασκ. 65)·
- β) υποστάθμη θάλασσας, λίμνης ή ποταμού:
- ευρίσκετο (ενν. το κάτεργο) στον πάτο … μες στη λάσπη καθισμένο (Λεηλ. Παροικ. 660)·
- γ) βρομιά:
- Ήλθε λάσπη εις τα ρουθούνια του (Σπανός D 1786).
- α) Λάσπη, βούρκος· πηλός:
- 2) (Μεταφ.) κακία, πονηρή σκέψη:
- Οι καρδίες μας … να ξεσπιλώνουνται απ’ εκείνες τες λάσπες (Πηγά, Χρυσοπ. 312 (1)).
[αβέβ. ετυμ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)