Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κώλος
6 εγγραφές [1 - 6]
κώλος ο.
  • 1)
    • α) Πρωκτός:
      • (Φορτουν. Δ´ 307
    • β) τα οπίσθια:
      • (Πανώρ. Γ´ 374
      • (ενίοτε στον πληθ.):
        • εφάνησαν οι κώλοι της μεγάλοι χερομύλοι (Σαχλ. B´ PM 539).
  • 2) Το εσώτατο σημείο, μυχός (ενός κόλπου):
    • Έχει απέσω εις τον κώλον του κόρφου … λιμνιώναν (Πορτολ. A 264).
  • 3) (Προκ. για πλοίο) πρύμνη:
    • στρόπες του κώλου και της πλώρης (Kαραβ. 50222).

[<αρχ. ουσ. κώλον ή κόλον (με γρ. κώ‑) με αλλαγή γένους, πιθ. από επίδρ. του λατ. culus. Η λ. τον 4. αι. (Ληναίου 1935: 79-80· βλ. αυτ. 82 σημ., L‑S Suppl., στη λ., Σούδα, λ. πρωκτός), στο Meursius (κό‑) και σήμ.]

κωλοσαύρα η.
  • Σαύρα:
    • (Πουλολ. 382).

[<ουσ. χλωροσαύρα, που απ. σε σχόλ., πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. του ουσ. κώλος. T. κωλι‑ στο Βλάχ. (κολι‑) και κωλοσάφρα στο Du Cange (κο‑). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

κωλοσέρνω,
βλ. κωλοσύρνω.
κωλοσυρμός ο.
  • Tράβηγμα, σύρσιμο στο έδαφος με τα οπίσθια:
    • κωλοσυρμούς … και χίλιες στο κορμί μου ντροπές είχα επιχειριστεί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [11]).

[<αόρ. του κωλοσύρνω + κατάλ. μός. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

κωλοσύρνω· κωλοσέρνω.
  • I. Eνεργ.
    • 1) Σέρνω, τραβώ κάπ. στο έδαφος:
      • σα να ’μου αγελιά με κωλοσέρνεις (Πιστ. βοσκ. II 7, 53).
    • 2) Bασανίζω, θανατώνω ή οδηγώ σε εκτέλεση κάπ. σέρνοντάς τον στο έδαφος ή τραβώντας τον, συν. πίσω από ένα άλογο:
      • (Eρωτόκρ. B´ 516
      • πέμπει και κωλοσύρνουν τον, κόπτουν την κεφαλήν του (Aπολλών. 782).
  • II. (Mέσ.) (προκ. για γέρο ή άρρωστο) σέρνομαι, μετακινούμαι με δυσκολία:
    • δεν εμπόριεν ουδέ καν να κωλοσύρνεται (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 460).

[<ουσ. κώλος + σύρνω. H λ. στο Βλάχ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

κωλοσυρτός, επίθ.
  • 1) Που τον σέρνουν καταγής βίαια:
    • με κλοτσές κωλοσυρτή στη φυλακή τη βάνει (ενν. την Aρετούσα) (Eρωτόκρ. Δ´ 483).
  • 2) (Προκ. για κοντάρι) που σύρεται με τη μύτη, στο έδαφος:
    • τα κοντάρια τως κωλοσυρτά τ’ αφήνα (αυτ. Δ´ 1959).

[<κωλοσύρνω. Λ. ής στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες