Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόρδα
2 εγγραφές [1 - 2]
κόρδα η.
  • 1)
    • α) Χορδή μουσικού οργάνου:
      • (Διγ. Esc. 828
    • β) (συνεκδ.) έγχορδο μουσικό όργανο· γιορτή:
      • Δεν είν’ καιρός να πηαίνομε σε κόρδες, σε λαγούτα (Κατζ. Δ´ 229).
  • 2)
    • α) Χορδή τόξου:
      • μια πιάνει σαΐτα κι εις του δοξαριού την κόρδαν τηνε βάνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [242]
      • (ως όργανο εκτέλεσης):
        • τον επνίξανε από το λαιμό με την κόρδα (Χρον. σουλτ. 14326
    • β) (συνεκδ.) τόξο:
      • οι Τούρκοι … πέφτοντας αφήνασι τες κόρδες και σκουτάρια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27614).
  • 3) Χορδή οργάνου για κατεργασία μπαμπακιού:
    • (Διήγ. παιδ. 535).

[<λατ. corda <αρχ. ουσ. χορδή. Η λ. τον 6.-7. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

κορδαίνω.
  • Τεντώνω χορδή (τόξου):
    • εκόρδαινεν όμορφα … και δεν έχαννεν βερετούνιν (Μαχ. 45820).

[<ουσ. κόρδα + κατάλ. αίνω. Βλ. και κορδώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες