Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόπρος
3 εγγραφές [1 - 3]
κόπρος (I) η — ο, (Σπανός A 70), (D 1784).

[αρχ. ουσ. κόπρος η. Το αρσ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

κόπρος (II) το.
  • Kοπριά:
    • το κόπρος, ήγουν η κοπρία (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 316v).

[ουσ. κόπρος (I) με αλλαγή γένους. Η λ. στον Αχμέτ (Ληναίου 1935: 201)]

κοπροσκούπιρα τα.
  • Κοπριές και σκουπίδια:
    • (Βακτ. αρχιερ. 162).

[<ουσ. κόπρος + σκούπιρα (Μπόγκας Α´ 352, λ. σκούπρα, Β´ 61, Λάζαρης 164, λ. σκούπρο, κ.α.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες