Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόλλημα το.
-
- 1) Το μέρος όπου γίνεται η συγκόλληση:
- τα κολλήματα των μαρμάρων (Hagia Sophia ω 5271).
- 2) Είδος δερματοπάθειας:
- εις την τσίπα της σάρκας του σήκωμα γή κόλλημα γή γλαμπράδα (Πεντ. Λευιτ. XIII 2).
[αρχ. ουσ. κόλλημα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το μέρος όπου γίνεται η συγκόλληση: