Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόλλα (I) η.
-
- 1)
- α) Συγκολλητική ουσία:
- (Ιερακοσ. 49715)·
- β) κολλητική ουσία του φυτού ιξός·
- (συνεκδ.) ξόβεργα:
- (Πιστ. βοσκ. I 5, 4).
- (συνεκδ.) ξόβεργα:
- α) Συγκολλητική ουσία:
- 2) Σιρόπι:
- έψηννεν το παρούτιν και επολόμαν κόλλαν και έψηννεν τον ζάχαρην (Μαχ. 65619).
[αρχ. ουσ. κόλλα. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- κόλλα (II) η.
-
- Φύλλο χαρτιού:
- έγραψεν ο καντζιλιέρης μίαν κόλλαν χαρτίν (Βουστρ. 25212).
[<ιταλ. colla. Η λ. στο Somav. (λ. χαρτί) και σήμ.]
- Φύλλο χαρτιού: