Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλόντερον
1 εγγραφή
κωλόντερον το.
  • Tο απευθυσμένο έντερο:
    • (Aσσίζ. 18421).

[<ουσ. κώλος + έντερον. T. κωλέντερο τον 11. αι. T. κωλάντερο σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες