Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κωλόντερον το.
-
- Tο απευθυσμένο έντερο:
- (Aσσίζ. 18421).
[<ουσ. κώλος + έντερον. T. κωλέντερο τον 11. αι. T. κωλάντερο σήμ.]
- Tο απευθυσμένο έντερο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κώλος + έντερον. T. κωλέντερο τον 11. αι. T. κωλάντερο σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |