Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλοκούκουρον
1 εγγραφή
κωλοκούκουρον το.
  • Tο τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας:
    • (Συναξ. γαδ. 233).

[<ουσ. κώλος + κούκουρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες