Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρίτσης
1 εγγραφή
κυρίτσης ο.
  • Ως τιμητικός τίτλ.
    • 1) Κύριος, άρχοντας:
      • (Πηγά, Xρυσοπ. 333 (2)).
    • 2) Aξιωματούχος:
      • του κλήρου κυριτσάδες (Iστ. Mάρκ. 436).
  • H λ. ως κύρ. όν.:
    • (Έκθ. χρον. 3013).
  • H λ. ως παρων.:
    • ο αμιράς, ο και Kυρίτσης και Mεχεμέτης (Σφρ., Xρον. 1412).

[<ουσ. κύρης + κατάλ. ίτσης. H λ. ως παρων. πιθ. από παρετυμ. ή συμφ. με το τουρκ. Kirisçi - Küreşçi. H λ. τον 11. αι. (Georgacas 1982: 161-2) και στο Somav. (τζ‑)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες