Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυκλάμινον το.
-
- Kυκλάμινο:
- (Σταφ., Iατροσ. 5128).
[<μτγν. ουσ. κυκλάμινος (η και ο) με αλλαγή γένους. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Kυκλάμινο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μτγν. ουσ. κυκλάμινος (η και ο) με αλλαγή γένους. H λ. και σήμ. (‑ο)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |