Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυδωνέα η· κυδωνιά.
-
- Tο δέντρο κυδωνιά:
- (Γεωργηλ., Θαν. 177).
- O τ. και τ. ‑ία ως τοπων.:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1771), (Διακρούσ. 9319).
[μτγν. ουσ. κυδωνέα. O τ. στο Somav. και σήμ.]
- Tο δέντρο κυδωνιά: