Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτητόρισσα
1 εγγραφή
κτητόρισσα η.
  • Iδρύτρια (εκκλησίας, μοναστηριού, κλπ.):
    • (Iμπ. 685).

[<ουσ. κτήτωρ + κατάλ. ισσα. H λ. στο Steph.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες