Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτίσιμον
1 εγγραφή
κτίσιμον το· κτίσιμο· γεν. κτισιμάτου.
  • 1) Xτίσιμο:
    • (Eρωτόκρ. Γ´ 124).
  • 2) Kτίσμα:
    • άνεμος τα κτισίματα φυσά τα και σκορπούσι (αυτ. Γ´ 126).

[<αόρ. του κτίζω + κατάλ. ιμον. Ο τ., καθώς και τ. χτίσιμο, και σήμ. Η λ. στο Somav. II (λ. fabricatione)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες