Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κτήτωρ ο· εκτήτορας· κτήτορας.
-
- Iδρυτής (μοναστηριού):
- το τυπικόν του κτήτορος (Προδρ. IV 275).
[μτγν. ουσ. κτήτωρ. O τ. κτήτορας και σήμ.]
- Iδρυτής (μοναστηριού):
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. κτήτωρ. O τ. κτήτορας και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |