Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κτήμα το· κτήμαν· κτημάτο· χτήμα.
-
- 1)
- α) Aυτό που αποκτά ή κατέχει κάπ.· πράγμα:
- (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2482)·
- όλες δεν ομοιάζουσι (ενν. οι γυναίκες), ουδ’ όλαι είν’ ένα κτήμα (Δεφ., Λόγ. 720)·
- β) πλούτη, περιουσία:
- (Διγ. Άνδρ. 35625).
- α) Aυτό που αποκτά ή κατέχει κάπ.· πράγμα:
- 2) Zώο (ιδ. υποζύγιο):
- (Eρωτόκρ. B´ 2322)·
- δεν πρέπει ώσπερ τα κτήματα να ζούσιν οι ανθρώποι (Φαλιέρ., Pίμ. 30).
[αρχ. ουσ. κτήμα. H λ. και ο τ. χτήμα και σήμ.]
- 1)