Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρύσταλλον το· κρούσταλλο· κρούσταλλον.
-
- 1)
- α) Πάγος, κομμάτι πάγου:
- σαν εδιάβησαν (ενν. τον ποταμόν), το κρούσταλλο χαλάθη (Aλεξ. 1189)·
- β) (συνεκδ.) κρύο, παγωνιά:
- στην κάψα και εις τα κρούσταλλα (Φορτουν. Γ´ 457).
- α) Πάγος, κομμάτι πάγου:
- 2) O ορυκτός κρύσταλλος:
- (Hagia Sophia ψ 6129).
[<ουσ. κρύσταλλος με αλλαγή γένους. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. τον 4. αι. και σήμ. (‑ο)]
- 1)