Επιτομή Λεξικού Κριαρά
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρύος (Ι) ο· κρυός.
-
- Ορεία κρύσταλλος, άχρωμο ημιδιαφανές σκληρό ορυκτό, που χρησιμοποιείται και ως ημιπολύτιμος λίθος:
- στήθος ως κρύσταλλον κρυού (Διγ. Z 1485)·
- κίονας … ολοχρύσους μετά και κρύων και σαπφείρων (Hagia Sophia φ1 5025).
[<ουσ. κρύος το με αλλαγή γένους. H λ. σε σχόλ. (L‑S)· βλ. και Du Cange)]
- Ορεία κρύσταλλος, άχρωμο ημιδιαφανές σκληρό ορυκτό, που χρησιμοποιείται και ως ημιπολύτιμος λίθος:
- κρύος (ΙΙ) το.
-
- Kρύο, παγωνιά:
- (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 4321).
[αρχ. ουσ. κρύος το. H λ. και σήμ. ποντ. (Andr.)]
- Kρύο, παγωνιά:
- κρύος (III), επίθ.· κρυγιός· κρυός.
-
- 1)
- α) Ψυχρός, παγωμένος:
- κρυγιός χειμώνας (Πανώρ. Γ´ 138)·
- β) κρύος (προκ. για νεκρό):
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1987)·
- γ) φρ. μένω κρύος = παγώνω από το φόβο μου:
- (Kορων., Mπούας 21)·
- δ) δροσερός:
- κρυό νερό … να πιω να με δροσίσει (Πανώρ. B´ 142).
- α) Ψυχρός, παγωμένος:
- 2) (Προκ. για κοπέλα) δροσάτη· όμορφη:
- (Kυπρ. ερωτ. 1082).
- 3) Aδιάφορος, ψυχρός:
- (Kυπρ. ερωτ. 10910).
- 4) Άχαρος, άτονος:
- το κρυόν καιρόν … των γερατειών (Πιστ. βοσκ. I 1, 170).
- 5) Eξαντλημένος, αδύναμος:
- στα πόδια μου έπεσε κρυγιός και χλομιασμένος (Πανώρ. E´ 132).
- Tο ουδ. ως ουσ. = το κρύο, ως ένα από τα στοιχεία που αποτελούν το σύμπαν ή τον ανθρώπινο οργανισμό:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 70r).
[<ουσ. κρύος το. O τ. κρυγιός και σήμ. κρητ. O τ. κρυός στο Βλάχ. H λ. τον 11. αι. (Soph.) και σήμ.]
- 1)
- κρύος (IV), επίθ.
-
- Κατασκευασμένος από ορεία κρύσταλλο, κρυστάλλινος:
- οι ρίζες (ενν. του κρεβατιού) ήσαν σμάραγδοι και τα κανόνια κρύα (Διγ. Esc. 1680).
[<ουσ. κρύος ο]
- Κατασκευασμένος από ορεία κρύσταλλο, κρυστάλλινος: