Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κριθάλευρον το.
-
- Aλεύρι κριθαρένιο:
- (Iατροσόφ. 8420, 9619).
[<αρχ. ουσ. κριθή + άλευρον. Η λ. και σήμ. (-ο)]
- Aλεύρι κριθαρένιο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αρχ. ουσ. κριθή + άλευρον. Η λ. και σήμ. (-ο)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |