Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριθάλευρον
1 εγγραφή
κριθάλευρον το.
  • Aλεύρι κριθαρένιο:
    • (Iατροσόφ. 8420, 9619).

[<αρχ. ουσ. κριθή + άλευρον. Η λ. και σήμ. (-ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες