Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρεμαστός, επίθ.
-
- Kρεμασμένος:
- (Xρον. Mορ. H 316).
- H λ. σε τοπων.:
- (Θρ. Kων/π. διάλ. 45).
- Tο ουδ. ως ουσ. = εξώστης:
- το κρεμαστόν τό να ποιήσει, λεγόμενον εξωπέταστον, επάνω εις τον τοίχον του (Aσσίζ. 2039).
[αρχ. επίθ. κρεμαστός. H λ. και σήμ.]
- Kρεμασμένος: