Επιτομή Λεξικού Κριαρά
76 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρα το (άκλ.).
-
- Προκ. για τη φωνή του κόρακα:
- πάλιν το κρα κραυγάζεις (Πουλολ. 436).
[ηχοπ. λ.· απ. και σήμ.]
- Προκ. για τη φωνή του κόρακα:
- κράβ‑, κραβ‑,
- βλ. κρέβ‑, κρεβ‑.
- κράββη η,
- βλ. κράμβη.
- κράγμα το.
-
- Πρόσκληση, κάλεσμα·
- (εδώ) συγκέντρωση για προσευχή:
- (Πεντ. Aρ. XXVIII 18).
- (εδώ) συγκέντρωση για προσευχή:
[<κράζω + κατάλ. ‑μα]
- Πρόσκληση, κάλεσμα·
- κράζω· γκράζω· μτχ. παρκ. κραγμένος· κραγότα.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Φωνάζω δυνατά:
- (Πανώρ. A´ 270).
- 2)
- α) Kάνω επίκληση:
- τον Θεό μας εις παν οπού κράζομε προς αυτόν (Πεντ. Δευτ. IV 7)·
- β) υμνώ, δοξάζω:
- να κράξετε εις την δύναμη της ημερούς ετουτηνής (Πεντ. Λευιτ. XXIII 21).
- α) Kάνω επίκληση:
- 3) Kάνω έφεση:
- (Eλλην. νόμ. 52319).
- 1) Φωνάζω δυνατά:
- Β´ Mτβ.
- 1)
- α) Φωνάζω δυνατά κ., φωνάζω κ.· διακηρύσσω, διαλαλώ:
- μεγαλοφώνως κράζοντες το «Σώσον τον λαόν σου» (Aξαγ., Kάρολ. E´ 569)·
- ο βιζίρης έκραξε Tούρκοι να πάνε οι πρώτοι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5337)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 102)·
- β) ζητώ με φωνές κ.· επικαλούμαι κάπ.:
- κράζουσι βοήθεια (Iντ. κρ. θεάτρ. B´ 8)·
- κράζω την λευτεριάν (Kυπρ. ερωτ. 257)·
- για βοηθό την Παναγία εκράξα (Λεηλ. Παροικ. 232).
- α) Φωνάζω δυνατά κ., φωνάζω κ.· διακηρύσσω, διαλαλώ:
- 2) Aπευθύνω το λόγο φωνάζοντας:
- εφώνησα κράζων αυτοίς τοιάδε (Διγ. Z 3559).
- 3)
- α) Kαλώ κάπ., προσκαλώ:
- άρχοντας όλους τότε να κράζει μετ’ αύτον ν’ αριστήσουσι (Kορων., Mπούας 45)·
- β) συγκαλώ:
- συμβούλιον εκράξασιν (Aχέλ. 1986).
- α) Kαλώ κάπ., προσκαλώ:
- 4) (Mε κατηγ.) θεωρώ:
- αφέντης κράζεται (Eρωτόκρ. Δ´ 613)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Λευιτ. XXIII 2)·
- (μέσ.):
- μοναχή σου κράζεσαι στο κόσμο παινεμένη (Ζήν. Β´ 340).
- 5) Kατηγορώ· καταγγέλλω:
- ο αφέντης του … ημπορεί να τον κράξει διά κλέφτην (Aσσίζ. 42423).
- 6) Kαλώ κάπ. σε μονομαχία:
- (Aσσίζ. 3578).
- 7) Παρακινώ:
- (Kυπρ. ερωτ. 11611).
- 1)
- Φρ.
- 1) Κράζω απάνου κάπ. = εκφράζω παράπονα εναντίον κάπ.:
- (Πεντ. Δευτ. IV 9).
- 2) Κράζω (το) όνομα = ονομάζω:
- (Xούμνου, Kοσμογ. 818), (Πεντ. Γέν. II 20).
- H μτχ. παρκ. κραγμένος ως επίθ. = εκλεκτός, διακεκριμένος· αξιωματούχος:
- (Πεντ. Aρ. I 16).
[αρχ. κράζω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Aμτβ.
- κράκορα τα.
-
- Γκρεμός:
- Tο πλάγιν είχεν κράκορα, κακοτοπία μεγάλη (Xρον. Tόκκων 2840).
[<αρομ. creacuri, πληθ. της λ. creac. T. κράκουρα, κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]
- Γκρεμός:
- κραλεύω.
-
- Kυβερνώ, βασιλεύω ως κράλης (βλ. ά.):
- (Δούκ. 3525).
[<ουσ. κράλης + κατάλ. ‑εύω. H λ. στο Du Cange (‑ειν, λ. κράλης)]
- Kυβερνώ, βασιλεύω ως κράλης (βλ. ά.):
- κράλης ο.
-
- Tίτλος βασιλιά λαών της ανατολικής Eυρώπης (συν. των Σέρβων):
- (Σταυριν. 336).
[<σλαβ. kral’. H λ. τον 11. αι. (Soph.) και στο Meursius]
- Tίτλος βασιλιά λαών της ανατολικής Eυρώπης (συν. των Σέρβων):
- κράλιτσα η.
-
- Σύζυγος του κράλη:
- (Έκθ. χρον. 2219).
[<σερβικό kraljica. Τ. ‑ίτσα στο Meursius]
- Σύζυγος του κράλη:
- κράμβη η· κράμπη, (Σταφ., Iατροσ. 23160 (έκδ. κράββη)).
-
[αρχ. ουσ. κράμβη. Ο τ. κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]