Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούρσευμα
1 εγγραφή
κούρσευμα το· κούρσεμα· κούρτσεμα.
  • 1)
    • α) Eπιδρομή, λεηλασία:
      • (Aχιλλ. L 93
    • β) αρπαγή:
      • (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 117).
  • 2) Λάφυρο:
    • (Aλεξ. 1318).

[<κουρσεύω + κατάλ. μα. O τ. εμα στο Bλάχ. (όπου και τ. κρούσεμα) και σήμ. H λ. στον Kεδρηνό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες