Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κούπα η.
-
- 1)
- α) Ποτήρι, κύπελλο:
- κούπαν εκράτει με κρασί (Λίβ. Esc. 1062 κριτ. υπ.)·
- β) το περιεχόμενο του ποτηριού:
- στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν (ενν. οι άνομοι) (Ανακάλ. 70).
- α) Ποτήρι, κύπελλο:
- 2) Αγγείο, μεγάλο δοχείο:
- (Rechenb. (Vog.) 936).
- 3)
- α) Πήλινο πιάτο:
- (Κυπρ. χφ. 159)·
- β) πιατέλα:
- βάνουν με (ενν. τον λαγωόν) εις έμορφας κούπας με πιπεράδες (Διήγ. παιδ. 300).
- α) Πήλινο πιάτο:
- 4) Λύχνος, «ποτήρι» καντήλας:
- (Πεντ. Έξ. XXV 31).
[<λατ. cupa. Η λ. τον 7. αι. και σήμ. Βλ. και L‑S Suppl.]
- 1)
- κουπάδιν το,
- βλ. κοπάδι.
- κουπανίζω,
- βλ. κοπανίζω.