Επιτομή Λεξικού Κριαρά
35 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κούκου, επιφ.
-
- Ως αισχρολογία:
- κούκου, κοπεί το ποδάριν σου (Σπανός A 516).
[ηχομιμητική λ. Απ. και σήμ.]
- Ως αισχρολογία:
- κουκουβάγια η· κουκουβάγη· κουκουβάια.
-
- Το πουλί κουκουβάγια:
- ακώ μιαν κουκουβάγια κι έκραξεν (Φαλιέρ., Ιστ. 278 κριτ. υπ).
- Ο τ. ‑βάια ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 1787).
[ηχοπ. λ. Ο τ. ‑βάια σε σχόλ. και τ. κοκοβάια και κουκοβάια σε Γλωσσάρ. (Du Cange, λ. κοκοβάια· πβ. και Meursius, λ. κοκκόβα). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Το πουλί κουκουβάγια:
- κουκουβαγιόμματος, επίθ.· κουκουβαϊόμματος.
-
- Που έχει μάτια σαν της κουκουβάγιας:
- (Πωρικ. I 48 κριτ. υπ).
[<ουσ. κουκουβάγια + ομμάτι(ν)]
- Που έχει μάτια σαν της κουκουβάγιας:
- κουκουβαγιομύτης, επίθ.· κουκοβαγιομύτης· κουκουβαϊομύτης· κουκουβαομύτης.
-
- Που έχει μύτη σαν της κουκουβάγιας:
- έχω … Ρεβίθην τον κουκουβαγιομύτην (Πωρικ. II 53).
[<ουσ. κουκουβάγια + μύτη]
- Που έχει μύτη σαν της κουκουβάγιας:
- κουκουβάια η,
- βλ. κουκουβάγια.
- κουκουβαϊόμματος, επίθ.,
- βλ. κουκουβαγιόμματος.
- κουκουβαϊομύτης, κουκουβαομύτης, επίθ.,
- βλ. κουκουβαγιομύτης.
- κουκουβάς (I) ο· κουκκουφιάς.
-
- Κουκουβάγια:
- οι κουκκουφιάδες εις την αυλήν … εγουριάζαν (Μαχ. 66821).
[ηχοπ. λ. ή <ουσ. κουκούβα (Ευστάθιος). Τ. κοκοφάς στο Somav. Για τους ιδιωμ. τ. της λ. βλ. Γεωργακάς, ΑΘΛΓΘ 1, 1934-35, 274-5· πβ. Χατζ., Διασπ. Α´ 177-9]
- Κουκουβάγια:
- κουκουβάς (II) η.
-
- Κουκουβάγια:
- (Πουλολ. 486).
[<ουσ. κουκουβάς ο]
- Κουκουβάγια:
- κουκουβία η.
-
- Κουκουβάγια:
- (Πουλολ. 510).
[ηχοπ. λ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κουκουβάγια: