Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουφώνω.
-
- Δημιουργώ κοιλότητα· ανοίγω υπόγεια στοά, λαγούμι:
- κουφώνανε τη γην και μπόλμπερην εβάνα και φράσσοντας την άφτανε (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50715).
[<επίθ. κουφός + κατάλ. ‑ώνω. H λ. και σήμ.]
- Δημιουργώ κοιλότητα· ανοίγω υπόγεια στοά, λαγούμι:



