Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσουκέλα
1 εγγραφή
κουτσουκέλα η.
  • Aπάτη, κατεργαριά:
    • (Eυγέν. 518).

[<ουσ. κουκουτσέλα (Καραναστάσης). H λ. στο So-mav. (κουτζουκέλαις) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες