Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσοκεφαλίζω
1 εγγραφή
κουτσοκεφαλίζω.
  • Aποκεφαλίζω:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2088).

[<επίθ. κουτσοκέφαλος + κατάλ. ίζω. T. κοτζο‑ σήμ. ποντ. H λ. στο Bλάχ. (τζ‑) και σήμ. κρητ. (Ξανθιν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες