Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουτσοκέφαλος, επίθ.
-
- Aποκεφαλισμένος, χωρίς κεφάλι:
- μες στα αίματα βαλμένοι, κουτσοκέφαλα κουφάρια (Διακρούσ. 6825).
[<επίθ. κουτσός + ουσ. κεφάλι. T. κοτζο‑ σήμ. ποντ.]
- Aποκεφαλισμένος, χωρίς κεφάλι: