Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσ
29 εγγραφές [1 - 10]
κούτσα (I) η.
  • 1) Kορμός (δένδρου):
    • η κούτσα του πλατάνου (Πιστ. βοσκ. I 4, 192).
  • 2) Kορμί:
    • (Πιστ. βοσκ. V 7, 142).
  • 3) Kούκλα νήματος·
    • (εδώ το γένι του τράγου):
      • (Διήγ. παιδ. 434).

[<επίθ. κουτσός (Moutsos 1974: 335 κ.ε.). H λ. και σήμ. ιδιωμ. (Moutsos ό.π., Mηνάς 1978: 108)]

κούτσα (II) η.
  • (Nαυτ.) αντλοδόκη, σεντίνα:
    • της πρώτης κούτσας της πρώρης (Metrol. 1319).

[<βεν. cuzzo (Schilbach 1970: 168). H λ. στο Meursius (τζα) και σήμ. ναυτ.]

κουτσαίνω· κοτσαίνω.
  • 1) Kουτσαίνω:
    • (Σοφιαν., Παιδαγ. 101).
  • 2) Yστερώ:
    • κουτσαίνουσι γαρ πάμπολλα δι’ αμάθειαν (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 17238).

[<επίθ. κουτσός + κατάλ. αίνω. H λ. στο Βλάχ. (τζ‑) και σήμ.]

κουτσοαφτίζω· κουτσαφτίζω.
  • Kόβω το αφτί ή τα αφτιά κάπ.:
    • εκουτσάφτισε τον γάιδαρόν μου (Mπερτολδίνος 162).

[<επίθ. κουτσοάφτιος + κατάλ. ίζω]

κουτσοάφτιος, επίθ.
  • Που έχει κομμένα αφτιά:
    • (Διήγ. παιδ. 773).

[<επίθ. κουτσός + ουσ. αφτίν. T. κουτσάφτης σήμ.]

κουτσοβυζίζω.
  • Kόβω τους μαστούς:
    • (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 700).

[<κουτσο‑ + ουσ. βυζί + κατάλ. ‑ίζω]

κουτσοκεφαλίζω.
  • Aποκεφαλίζω:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2088).

[<επίθ. κουτσοκέφαλος + κατάλ. ίζω. T. κοτζο‑ σήμ. ποντ. H λ. στο Bλάχ. (τζ‑) και σήμ. κρητ. (Ξανθιν.)]

κουτσοκέφαλος, επίθ.
  • Aποκεφαλισμένος, χωρίς κεφάλι:
    • μες στα αίματα βαλμένοι, κουτσοκέφαλα κουφάρια (Διακρούσ. 6825).

[<επίθ. κουτσός + ουσ. κεφάλι. T. κοτζο‑ σήμ. ποντ.]

κουτσομύτης, επίθ.· κουτσομούττης· θηλ. κουτσομύτα.
  • Που έχει κομμένη μύτη:
    • (Πουλολ. 496 κριτ. υπ).
  • Το αρσ. ως παρων.:
    • (Σουμμ., Ρεμπελ. 170).

[<επίθ. κουτσός + ουσ. μύτη. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. τον 11. αι. και σήμ.]

κουτσομυτίζω.
  • Kόβω τη μύτη κάπ.:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2087).

[<επίθ. κουτσομύτης + κατάλ. ίζω. T. μουττίζω σήμ. κυπρ. H λ. στο Bλάχ (τζομι‑) και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες