Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουτρούλης, επίθ.
-
- Kουρεμένος· φαλακρός:
- (Πουλολ. 70).
- H λ. ως παρων.:
- (Xρον. Mορ. H 3061).
[σχετ. με το ουσ. κούτρα (Aλεξίου 1981: II 79-80, IV 5-6, Moutsos 1988: 416-8). H λ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
- Kουρεμένος· φαλακρός: