Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουτρουλεύω.
-
- Kάνω μια γυναίκα να κόψει τα μαλλιά της επειδή χήρεψε:
- (Πικατ. 319).
[<επίθ. κουτρούλης + κατάλ. ‑εύω]
- Kάνω μια γυναίκα να κόψει τα μαλλιά της επειδή χήρεψε: