Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτρουλευτός
1 εγγραφή
κουτρουλευτός, επίθ.
  • Kουρεμένος:
    • κεφαλή … κουτρουλευτή (Eρωτόκρ. Δ´ 476).

[<κουτρουλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες