Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτζούλλης
1 εγγραφή
κουτζούλλης ο.
  • Aπατεώνας, κατεργάρης:
    • διά έναν κουτζούλλην … να ποντίζεται η δουλειά σου (Mαχ. 56620).

[αβέβ. ετυμ. Πβ. κουζουλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες