Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουστούμιν
1 εγγραφή
κουστούμιν το.
  • Έθιμο, συνήθεια:
    • συνήθια και κουστούμια του αυτού εντίμου ρηγάτου (Mαχ. 25023).

[<παλαιότ. γαλλ. custume, coustume. Η λ. στο Meursius (λ. ιον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες