Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρτσουβράκα
1 εγγραφή
κουρτσουβράκα η.
  • Kοντοβράκι:
    • κουρτσουβράκαν χαμουχάν χρυσόν (Ψευδο-Σφρ. 2901‑2).

[πιθ. <παλαιότ. ιταλ. curta braca]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες