Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουράζω· ακουράζομαι.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Καταπονώ, ταλαιπωρώ:
- στράτα δεν ευρέθηκε ποτέ να με κουράσει (Πανώρ. Ε´ 58).
- 2) Τιμωρώ:
- Οπού λυπάται πολ’τικήν, ο Θεός να τον κουράσει (Σαχλ. Β´ PM 425).
- 3) Κατεργάζομαι:
- κουράζουσι τον κόκκον εις το μέσον (Φυσιολ. (Zur.) XX 3b11).
- 1) Καταπονώ, ταλαιπωρώ:
- Β´ (Αμτβ.) καταπονούμαι, κουράζομαι:
- πεζεύομεν, τι κούρασαν τ’ άλογα (Ιμπ. (Legr.) 908).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι:
- πολλά ’μαι κουρασμένος (Λίβ. N 3133).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ταλαίπωρος:
- στάλαρε, Φετόντε κουρασμένε (Ζήν. Ε´ 249).
[<ουσ. κουρά + κατάλ. ‑άζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.