Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρά
20 εγγραφές [1 - 10]
κούρα η.
  • 1) Φροντίδα, θεραπεία, ιατρική περιποίηση:
    • Τσι βίζιτες ερνήθηκα και όλες τσι κούρες τσ’ άλλες (Φορτουν. Α´ 75· 185).
  • 2) Έγνοια, ανησυχία:
    • Μη ντουμπιτάρεις τίβετας, non prender κούραν άλλη (αυτ. Α´ 418).

[<ιταλ. cura. Η λ. και σήμ.]

κουρά η.
  • 1) (Εκκλ.) κουρά (ως μέρος της τελετής της χειροτονίας ιερωμένου):
    • τι δηλοί το μανδίον …, η κουρά της κεφαλής (Βακτ. αρχιερ. 183).
  • 2) Ιδιότητα μοναχού:
    • να μην αφήνουν (ενν. οι μοναχοί και οι μοναχές) την κουράν τους και το μοναστήριον (αυτ. 166).

[αρχ. ουσ. κουρά. Η λ. και σήμ.]

κουράδιν το· κουράδι.
  • Ποίμνιο:
    • άρμεξε το κουράδι (Πανώρ. Β´ 131).

[<ουσ. κουρά + κατάλ. άδιν ή με ιταλ. προέλ. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

κουράδιον το.
  • Περίττωμα:
    • Ανοίξω το στόμα σου και βάλω τρία κουράδια (Σπανός A 61).

[<ουσ. *σκωράδιον <αρχ. σκωρ. Τ. ι στο Somav. και σήμ.]

κουράζω· ακουράζομαι.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Καταπονώ, ταλαιπωρώ:
        • στράτα δεν ευρέθηκε ποτέ να με κουράσει (Πανώρ. Ε´ 58).
      • 2) Τιμωρώ:
        • Οπού λυπάται πολ’τικήν, ο Θεός να τον κουράσει (Σαχλ. Β´ PM 425).
      • 3) Κατεργάζομαι:
        • κουράζουσι τον κόκκον εις το μέσον (Φυσιολ. (Zur.) XX 3b11).
    • Β´ (Αμτβ.) καταπονούμαι, κουράζομαι:
      • πεζεύομεν, τι κούρασαν τ’ άλογα (Ιμπ. (Legr.) 908).
  • II. (Μέσ.) καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι:
    • πολλά ’μαι κουρασμένος (Λίβ. N 3133).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ταλαίπωρος:
    • στάλαρε, Φετόντε κουρασμένε (Ζήν. Ε´ 249).

[<ουσ. κουρά + κατάλ. άζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

κουράλλιν το,
βλ. κοράλλιν.
κουραρία η.
  • Επιδρομή:
    • κουραρίαν … εις το Πιουμπίνο έποικε … κι εκεί πολλούς εφόνευσε (Κορων., Μπούας 20).

[<βεν. coraria (Boerio, λ. coreria)]

κουράρω.
  • Α´ (Αμτβ.) έχω έγνοια· φροντίζω για μια αγαθή πράξη:
    • δεν κουράρουσιν, ουδέ ποσώς ψηφούσιν αμέ να τρων, να πίνουσιν (Απόκοπ. (Παναγ.) 547).
  • Β´ (Μτβ.) γιατρεύω:
    • το κακό τση το πολύ και άμετρο να κουράρω (Φορτουν. Α´ 160).

[<ιταλ. curare. H λ. και σήμ.]

κουρασά η,
βλ. κουρασιά.
κούραση η.
  • Κούραση:
    • όλες οι τέχνες κούραση δίδουσι των αθρώπω (Φορτουν. Γ´ 243).

[<κουράζω + κατάλ. ση. Η λ. στο Βλάχ. (ις) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες