Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουμάσι (I) το· κομάσι.
-
- Ορνιθώνας, κοτέτσι:
- (Γαδ. διήγ. 213).
[βλ. Καραποτόσογλου 1984: 10-6. Τ. ‑ιον στον Ησύχ. Η λ. και σήμ.]
- Ορνιθώνας, κοτέτσι:
- κουμάσι (II) το.
-
- Ύφασμα: πολύτιμα κουμάσια
- (Διγ. Z 2414 χφ Α κριτ. υπ).
[<τουρκ. kumaş. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Ύφασμα: πολύτιμα κουμάσια