Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουκουδώνω
1 εγγραφή
κουκουδώνω.
  • (Προκ. για συνουσία) βιάζω:
    • (Συναξ. γαδ. 328).

[<ουσ. κούκουδος + κατάλ. ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες