Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουζουλός, επίθ.
-
- Ανόητος, τρελός:
- βλέπω κουζουλή πως είσαι, μηδέ πλιο σου γνώση … βάνεις στο καύκαλό σου (Κατζ. Α´ 215).
[πιθ. <επίθ. *κουτζουλός (πβ. κουτζούλλης) <*κουντζουλός <κουτσουλός <κουτσός + κατάλ. ‑ουλός (βλ. Moutsos 1974: 341-2· πβ. Αλεξίου 1981: I 181, II 75-6, IV 4, V 8). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ανόητος, τρελός: