Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουζουλαίνω
1 εγγραφή
κουζουλαίνω.
  • (Μέσ.) τρελαίνομαι:
    • Απού την τόση μου χαρά … πώς δεν κουζουλαίνομαι (Πανώρ. Δ´ 438).

[<επίθ. κουζουλός + κατάλ. αίνω. Το μέσ. στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες