Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουζουλάδα η.
-
- Ανοησία, απερισκεψία, τρέλα:
- τέτοιες πελελάδες, ανοστίες και κουζουλάδες (Συναξ. γυν. 1020).
[<επίθ. κουζουλός + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ανοησία, απερισκεψία, τρέλα: