Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβάλισμα
1 εγγραφή
κουβάλισμα το.
  • Μεταφορά, κουβάλημα:
    • (Καλλίμ. 2343).

[<κουβαλώ + κατάλ. μα με επίδρ. ουσ. σε ισμα. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες