Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουβάλισμα το.
-
- Μεταφορά, κουβάλημα:
- (Καλλίμ. 2343).
[<κουβαλώ + κατάλ. ‑μα με επίδρ. ουσ. σε ‑ισμα. Η λ. στο Βλάχ.]
- Μεταφορά, κουβάλημα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<κουβαλώ + κατάλ. ‑μα με επίδρ. ουσ. σε ‑ισμα. Η λ. στο Βλάχ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |