Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοριός ο· κορεός· κουρεός.
-
- Κοριός:
- (Φορτουν. Α´ 82).
[<ουσ. κόρις η. Ο τ. κορεός στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κοριός:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. κόρις η. Ο τ. κορεός στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |