Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοριός
1 εγγραφή
κοριός ο· κορεός· κουρεός.
  • Κοριός:
    • (Φορτουν. Α´ 82).

[<ουσ. κόρις η. Ο τ. κορεός στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες