Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπτερός
1 εγγραφή
κοπτερός, επίθ.· κοφτερός.
  • Οξύς, που κόβει:
    • λόγχες κοφτερές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [326]).
  • Το ουδ. του τ. ως ουσ. = (λίθινο) κοπίδι:
    • (Πεντ. Έξ. IV 25).

[<κόπτω + κατάλ. ερός. Το ουδ. (όν) ως ουσ. στο Meursius. Ο τ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες