Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπρίτης
1 εγγραφή
κοπρίτης ο.
  • (Σκωπτ.) «βρομιάρης»:
    • (Σπανός D 1113).

[<ουσ. κόπρος + κατάλ. ίτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες