Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπιαστικός
1 εγγραφή
κοπιαστικός, επίθ.
  • Που κοπιάζει, εργατικός, πρόθυμος:
    • (Αχέλ. 505, 747).

[<αόρ. του κοπιάζω + κατάλ. τικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες