Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπανίζω
1 εγγραφή
κοπανίζω· κουπανίζω.
  • 1) Χτυπώ στο γουδί και συντρίβω, λειώνω, στουμπίζω:
    • (Ιερακοσ. 38312
    • κοπανίζει το (ενν. το βοτάνι) και το ζουμί του βγάνει (Αλεξ. 93
    • φρ. κοπανίζω το νερό (εις το ’γδί ή το μουρτίρι) = ματαιοπονώ:
      • (Ροδινός 76), (Δεφ., Λόγ. 580).
  • 2) Χτυπώ δυνατά:
    • ο άρσην (ενν. δενδροκόλαψ) με την μύτην του το δένδρον κοπανίζει (Φυσιολ. (Legr.) 846).
  • 3) Ξυλοκοπώ· εξουδετερώνω:
    • (Γαδ. διήγ. 529
    • να τον κοπανίσομεν, να πάρομεν την κόρην (Διγ. Esc. 1392).

[μτγν. κοπανίζω. Ο τ. τον 4. αι. (Lampe) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες